- ἱστίῳ
- ἱστίονwebneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱστιῶ — ἱ̱στιῶ , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind mp 2nd sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres imperat mp 2nd sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστίωι — ἱστίῳ , ἱστίον web neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… … Dictionary of Greek
εμβρέμομαι — ἐμβρέμομαι (Α) ηχώ δυνατά («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἰστίῳ ἐμβρέμεται» φοβερός άνεμος σφυρίζει μέσα στα πανιά τού πλοίου) … Dictionary of Greek